- καλλύνουσα
- καλλύ̱νουσα , καλλύνωbeautifypres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλλυνούσας — καλλυνούσᾱς , καλλύνω beautify fut part act fem acc pl (attic epic doric) καλλυνούσᾱς , καλλύνω beautify fut part act fem gen sg (doric) καλλῡνούσᾱς , καλλύνω beautify pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) καλλῡνούσᾱς , καλλύνω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλύνω — (AM καλλύνω) καθιστώ ωραίο κάτι, καλλωπίζω, εξωραΐζω, ομορφαίνω («πρόσωπα καλλύνουσα καὶ πληρουμένη», Σοφ.) αρχ. 1. ευπρεπίζω, καθαρίζω, σαρώνω («ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται σφίσιν ἐπιμελῶς», Πολ.) 2. παρουσιάζω κάτι ως καλό («εὐδιάβολον κακὸν… … Dictionary of Greek